Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σειράζω — Α βλ. σειριάζω … Dictionary of Greek
σειριάζω — και σειράζω Α [Σείριος] 1. σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ 2. (για κεραυνό) πλήττω, χτυπώ … Dictionary of Greek